δαμμάρα

δαμμάρα
και δαμάρη, η
1. γένος κωνοφόρων ελατιδών φυτών
2. το ρετσίνι αυτών τών δέντρων, χρήσιμο για την κατασκευή βερνικιών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”